- λυπηρά
- λῡπηρά , λυπηρόςpainfulneut nom/voc/acc plλῡπηρά̱ , λυπηρόςpainfulfem nom/voc/acc dualλῡπηρά̱ , λυπηρόςpainfulfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λυπηρά — (Μ λυπηρά) επίρρ. βλ. λυπηρός … Dictionary of Greek
λυπηρᾷ — λῡπηρᾷ , λυπηρός painful fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυπηρός — ή, ό, θηλ. και ά (AM λυπηρός, ά, όν) (για πρόσ. ή πράγμ.) αυτός που προξενεί λύπη, θλιβερός, οδυνηρός, δυσάρεστος (α. «μόλις άκουσε τα λυπηρά συμβάντα έτρεξε να τήν παρηγορήσει» β. «ἐρεῑς μὲν οὐχὶ νῡν γέ μ ὡς ἄρξασά τι λυπηρὸν εἶτα σοῡ τάδ… … Dictionary of Greek
2010–2011 Greek protests — Part of the European sovereign debt crisis and the impact of the Arab Spring[1][2] … Wikipedia
ιάλεμος — ἰάλεμος, ιων. τ. ἰήλεμος, ὁ (Α) 1. πένθιμο ή παραπονετικό τραγούδι, μορφή μοιρολογιού που τραγουδιόταν στα πένθη 2. ως επίθ. α) μελαγχολικός («ἰαλέμων γόων ἀοιδός», Ευρ. β) ψυχρός και αντικοινωνικός) 3. (ως επιθ. και ως ουσ.) ανόητος, ηλίθιος… … Dictionary of Greek
κωμικοτραγικός — ή, ό αυτός που προξενεί γέλιο και θλίψη, κωμικός και τραγικός ταυτόχρονα. επίρρ... κωμικοτραγικώς και ά φαιδρά και λυπηρά συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωμικός + τραγικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη] … Dictionary of Greek
λυπρός — λυπρός, ά, όν (AM) 1. (ιδίως για τη γη) άγονος, άφορος, άκαρπος 2. ευτελής, πενιχρός αρχ. 1. φτωχός, ελεεινός, άθλιος 2. (για φυτό) ισχνός, αδύνατος, μη θαλερός 3. (για τροφή) αυτός που δεν έχει αρκετές θρεπτικές ουσίες, φτωχικός 4. (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
ολοφυδνός — ὀλοφυδνός, ή, όν (Α) 1. άξιος θρήνου, λυπηρός, οδυνηρός, θρηνώδης («ἔπος δ ὀλοφυδνόν ἔειπε», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὀλοφυδνά με θρηνώδη τρόπο, αξιοθρήνητα, λυπηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ολοφύρομαι] … Dictionary of Greek
πάθημα — το (ΑΜ πάθημα) [πάσχω] 1. ό,τι υφίσταται, ό,τι παθαίνει κανείς, και ιδίως το δυσάρεστο ή λυπηρό περιστατικό («τὸ σὸν πάθημ ἐλέγχω πρῶτον», Σοφ.) 2. συν. στον πληθ. α) τα παθήματα γεγονότα τα οποία προκαλούν θλίψη ή συμφορές και γενικά τα λυπηρά… … Dictionary of Greek
στυγνηγόρος — ον, Α 1. αυτός που αγορεύει και λέει δυσάρεστα πράγματα, αυτός που προλέγει συμφορές 2. (για χρόνο) αυτός κατά τον οποίο επιβάλλεται να λέει κανείς λυπηρά πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυγνός + ηγόρος (< ἀγορά), πρβλ. ετυμ ηγόρος. Το η τού τ.… … Dictionary of Greek